18 Γενάρη του '84 πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Αυτό που πάντα μου κινούσε το ενδιαφέρον βλέποντας τον Τσιτσάνη, πέρα από τις απίθανες μουσικές και τα τραγούδια του που κυριάρχησαν στο μουσικό στερέωμα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού,
18 Γενάρη του '84 πέθανε ο
Βασίλης Τσιτσάνης.
Αυτό που πάντα μου κινούσε το ενδιαφέρον βλέποντας τον Τσιτσάνη, πέρα από τις απίθανες μουσικές και τα τραγούδια του που κυριάρχησαν στο μουσικό στερέωμα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού,
ήταν αυτό το κάπως απλανές βλέμμα του όταν έπαιζε μουσική και ακόμα και όταν τραγουδούσε.
Έμοιαζε σαν να συνυπήρχε ταυτόχρονα σε δύο κόσμους:
σε έναν κόσμο αυτού που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή τριγύρω του και ήταν και αυτός μέλος και σε ένα άλλο κόσμο μακρινό μυστηριακό και κάπως ανεξήγητο όπου το πνεύμα του εκείνη τη στιγμή πλανιόταν.
Έλεγα και λέω ακόμα και σήμερα πώς το μυστηριακό και υπερβατικό που ένιωθες ότι ο Τσιτσάνης κουβαλούσε στην ψυχή του και στο μυαλό του είναι αυτό που τον κάνει και ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους σπουδαίους συνθέτες και μουσικούς του λαϊκού μας τραγουδιού.
Για όλους τους υπόλοιπους θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήτανε συγκεντρωμένοι και αφοσιωμένοι 100% σε εκείνο που έκαναν την στιγμή που συνέβαινε αυτό.
Ο Τσιτσάνης όμως ήταν και εκεί που συνέβαινε ό,τι συνέβαινε αλλά ταυτόχρονα ήταν και κάπου αλλού.
Κάποια μάλιστα από τα τραγούδια του τα οποία κατάφεραν να ξεφύγουν από συμβατικές φόρμες ρυθμικές ή μελωδικές είναι αυτά που τον χαρακτηρίζουν και του δίνουν αυτή τη μοναδικότητα η οποία τον έκανε να ξεχωρίσει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το "Ακρογιαλιές Δειλινά".
Επίσης βλέποντας τον τρόπο με τον οποίον έπαιζε το μπουζούκι, ήταν ξεκάθαρο πως δεν τον ενδιέφερε η τεχνική αρτιότητα αλλά τον ενδιέφερε η εκφραστική αισθητική. Έκανε υπέρβαση των στοιχείων που αναδεικνύουν την τεχνική για χάριν των στοιχείων της μουσικότητας και της απλότητας φέρνοντας ταυτόχρονα καινούργια στοιχεία έκφρασης και παιξίματος του οργάνου.
Ίσως δεν είχε τις μουσικές και μελωδικές πολυπλοκότητες οι οποίες ήτανε καλά δουλεμένες για αιώνες στους μουσικούς της Μικράς Ασίας οι οποίοι μετά το '22 ήρθαν στην Ελλάδα και από τους οποίους σίγουρα επηρεάστηκε.
Είχε όμως αυτά τα δικά του στοιχεία, τα μοναδικά, όπως ήταν οι συγχορδίες, τα ποικίλματα και άλλες τεχνικές σημαντικές λεπτομέρειες οι οποίες ανέδειξαν το μπουζούκι σε μία άλλη κατεύθυνση πέρα από το μπουζούκι της πειραιώτικης σχολής που έπαιζαν γνωστοί και καταξιωμένοι συνάδελφοι του.
Μα και τα άλλα σπουδαία τραγούδια του τα οποία κινούνταν σε κλασικές φόρμες μελωδίας και ρυθμού έχουν θεματολογία, στίχους και νοήματα τα οποία μοιάζουν σαν μία συνέχεια μιας διαδρομής της οποίας οι ρίζες βρίσκονται στη δημοτική μουσική μας παράδοση και στον δημοτικό ποιητικό λόγο.
Ο Απόκληρος, η Αρχόντισσα, τα Ξένα χέρια, η Αχάριστη και η Συνεφιασμένη Κυριακή επιβεβαιώνουν τα παραπάνω.
Περιείχαν μία αισθητική και μία αντίληψη η οποία ξεπερνούσε τους χώρους του αστικού τραγουδιού και επεκτεινόταν και περιλάμβανε όλη την ελληνική ψυχή από τα βουνά μέχρι τα λιμάνια.
Σε αντίθεση με τους περισσότερους συνθέτες του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού των οποίων τα τραγούδια και οι μουσικές είχαν χαρακτήρα περισσότερο λιμανιώτικο και το νόημά τους και η θεματολογία τους περιοριζόταν περισσότερο στα συμβάντα της ζωής πέριξ ενός συγκεκριμένου αστικού και ιδιαίτερα λιμανιώτικου περιβάλλοντος, όπου κυριαρχούσαν οι εφήμερες
σχέσεις, η παραβατικοτητα και η λεγόμενη μαγκιά με την καλή και την κακή της πλευρά.
Ο Τσιτσάνης λοιπόν ήταν η γέφυρα η οποία κατάφερε να συνενώσει δύο μουσικούς κόσμους που ερχόταν από διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας:
Τον κόσμο των Ελλήνων της μικρασίας που ήρθαν ξενιτεμένοι στην Ελλάδα και τον κόσμο των Ελλήνων που ζούσαν ήδη στην τότε Ελλάδα και οι οποίοι τους υποδέχτηκαν οχι με τις καλύτερες προθέσεις στην αρχή.
Κατάφερε να ενοποιήσει την μουσική των δύο αυτών κόσμων και μέσα από αυτή την ενοποίηση να εκφράζει τις ψυχές και του μικρασιάτη αλλά και του τότε Έλληνα σε μία κοινή συνισταμένη που οδηγούσε στα βάθη της ψυχής.
Δίκαια λοιπόν κατά τη γνώμη μου θεωρείται ο πατέρας του λεγόμενου λαϊκού τραγουδιού μας το οποίο άνθησε στις δεκαετίες '40, του '50 και '60 για να πάρει μετέπειτα άλλο δρόμο, με την καθοδήγηση βέβαια των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών οι οποίες στο βωμό του κέρδους έφτιαχναν τραγουδιστές-ονόματα και τους οδηγούσαν στις πίστες μεγάλων διασκέδασης,
όπου εκεί πια έχασε το νόημα και τον χαρακτήρα του και παρήκμασε.
Το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη μνημείο πολιτισμού.
Γ. Κ
18 Γενάρη 2025